- κροτάφιος
- κροτᾰφ-ιος, α, ον,A on or of the temples, Gal.14.720.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κροτάφιος — α, ο (Α κροτάφιος, ία, ον) [κρόταφος] αυτός που βρίσκεται στους κροτάφους … Dictionary of Greek
κροτάφιον — κροτάφιος on masc acc sg κροτάφιος on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροτάφιαι — κροτάφιος on fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)